Μετάβαση στο περιεχόμενο

Non ho sonno

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Non ho sonno
Η κινηματογραφική αφίσα της ταινίας
ΣκηνοθεσίαΝτάριο Αρτζέντο
ΠαραγωγήΝτάριο Αρτζέντο
Κλαούντιο Αρτζέντο
ΣενάριοΝτάριο Αρτζέντο
Φράνκο Φερίνι
ΙστορίαΚλαούντιο Λουκαρέλι
Άσια Αρτζέντο (το ποίημα "Η Φάρμα των Ζώων")
ΠρωταγωνιστέςΜαξ φον Σίντοφ
Στέφανο Ντιονίζι
Κιάρα Καζέλι
Ρομπέρτο Τζιμπέτι
Γκαμπριέλε Λάβια
ΜουσικήGoblin
ΦωτογραφίαΡόνι Τέιλορ
ΜοντάζΆννα Νάπολι
Εταιρεία παραγωγήςCecchi Gori Group Tiger Cinematografica
Medusa Produzione
Opera Film Produzione
ΔιανομήMedusa Distribuzione
Διάρκεια117 λεπτά
Προέλευση Ιταλία
Γλώσσαιταλικά
αγγλικά
Προϋπολογισμός$4,000,000

Το Non ho sonno (μετάφραση από τα ιταλικά: "Δεν νυστάζω") είναι μια ιταλική ταινία τζάλο, σε σκηνοθεσία του Ντάριο Αρτζέντο. Πρωταγωνιστούν οι Μαξ φον Σίντοφ και Στέφανο Ντιονίζι. Θεωρήθηκε η τίμια επιστροφή του Αρτζέντο στο υποείδος τζάλο. Η ταινία αποτέλεσε εισπρακτική επιτυχία στην Ιταλία, εισπράττοντας πάνω από 5 εκατομμύρια λιρέτες κατά τη διάρκεια της προβολής της.

Το 1983, στο Τορίνο της Ιταλίας, ο ντετέκτιβ Ούλισες Μορέτι ερευνά μια σκηνή φόνου και λέει σε ένα νεαρό αγόρι, ονόματι Τζάκομο, ότι θα βρει τον δολοφόνο της μητέρας του, ακόμη και αν χρειαστεί για όλο το υπόλοιπο της ζωής του.

Δεκαεπτά χρόνια αργότερα.

Η Άντζελα, μια ιερόδουλη, αρνείται να αφήσει έναν άνδρα να κάνει "αηδιαστικά πράγματα". Έπειτα εκείνος της δίνει χρήματα και της ζητάει να φύγει. Αφότου καθαρίσει το μπάνιο, η Άντζελα ακούει τον αθέατο άνδρα να παραμιλάει στον ύπνο του, λέγοντας ότι έχει σκοτώσει "πολλούς ανθρώπους". Πανικοβλημένη, η Άντζελα ενώ τρέπεται σε φυγή, πέφτει πάνω σε ένα τραπέζι (το οποίο έχει πολλά μαχαίρια πάνω), μαζεύει τα πράγματά της και φεύγει. Στο τρένο με προορισμό το Τορίνο, η Άντζελα συνειδητοποιεί ότι πήρε μαζί της ακούσια έναν μπλε φάκελο, ο οποίος είναι γεμάτος από άρθρα, φωτογραφίες πτωμάτων, και ένα αντίγραφο ενός ποιήματος ("Η φάρμα του θανάτου") του Τζον Μακένζι. Φέρνει στη μνήμη της μιας παλιά υπόθεση φόνου, η οποία αφορούσε έναν "νάνο δολοφόνο". Η Άντζελα τηλεφωνεί στην φίλη της, την Αμάντα, και της λέει για το αρχείο, ενώ παράλληλα της ζητά να την συναντήσει στο σταθμό του τρένου. Ένα λεπτό αργότερα, ο δολοφόνος τηλεφωνεί την Άντζελα, αποκαλώντας την κλέφτρα, ότι θα την σκοτώσει και ότι είναι μέσα στο τρένο. Τρέχει στον διάδρομο, ώσπου βρίσκει τον εισπράκτορα του τρένου και του ζητά να κάτσει μαζί της μέχρις ότου να φτάσουν στον προορισμό της. Επιστρέφει στο βαγόνι για να πάρει τα πράγματά της, ακούει έναν ήχο και τρέχει. Πηγαίνει στον εισπράκτορα, αλλά τον βρίσκει λιπόθυμο. Προσπαθεί να κρυφτεί σε μια κενή καμπίνα, αλλά ο αθέατος δολοφόνος την πιάνει και την μαχαιρώνει μέχρι θανάτου.

Η Άντζελα φθάνει στον σταθμό του τρένου και βρίσκει μέσα στο τρένο τον μπλε φάκελο. Επιστρέφει στο αυτοκίνητό της, αλλά ο δολοφόνος είναι ήδη εκεί και την περιμένει και την μαχαιρώνει στο λαιμό, σκοτώνοντάς την. Ο Μπέπε, ο παρκαδόρος, βρίσκει ένα χρυσό στιλό στο έδαφος, ενώ παράλληλα βλέπει τον δολοφόνο να βγαίνει από το αυτοκίνητο με τον μπλε φάκελό του. Λίγο αργότερα, ο επιθεωρητής Μάνι και κάποιοι άλλοι αστυνομικοί καταφθάνουν στη σκηνή του εγκλήματος, όπου ερευνούν τις δύο δολοφονίες και ο εισπράκτορας λέει στον Μάνι ότι η Άντζελα του είπε για έναν νάνο δολοφόνο. Το επόμενο πρωί, ο Μάνι επισκέπτεται τον Μορέτι, ο οποίος ήταν σε ενεργό δράση το 1983, μιλάει για ορισμένες "εκκρεμότητες" για τον νάνο, για τον οποίο υποπτεύεται ότι βρέθηκε πυροβολημένος στο κεφάλι, μια υποτιθέμενη αυτοκτονία, προτού συλληφθεί για τις δολοφονίες. Ο Μορέτι, διανύοντας την έβδομη δεκαετία του και προ πολλού συνταξιούχος από τις αστυνομικές δυνάμεις, λέει στον Μάνι ότι η μνήμη του δεν είναι όπως πριν.

Στην πόλη, η Μελ, μια νεαρή γυναίκα, η οποία χορεύει με μια κολλητή στολή "γάτας" στο τοπικό νυχτερινό κλαμπ, ετοιμάζεται να φύγει, όταν πηγαίνει στο καμαρίνι της και σβήνουν ξαφνικά τα φώτα. Ακούει ένα ουρλιαχτό γάτας και την τρομάζει ο Μάρκο, ο πορτιέρης, ο οποίος της λέει η ασφάλεια υπέστη βραχυκύκλωμα. Αφότου φεύγει, η Μελ ανεβαίνει μια σκοτεινή σκάλα για την έξοδο, αλλά στην κορυφή βλέπει μια φιγούρα η οποία φοράει ένα κίτρινο γιλέκο. Νομίζει ότι είναι ο Μάρκο, μέχρι που η φιγούρα γυρνάει και φοράει κουκούλα. Ο δολοφόνος την αρπάζει, η Μελ αντιστέκεται, γρατζουνώντας το λαιμό του δολοφόνου, μέχρις ότου εκείνος την την χτυπάει με την πυγμή του. Ο δολοφόνος τη σέρνει μέχρι το δοχείο νερού, όπου την πνίγει, και έπειτα κόβει τα νύχια της, για να μην αφήσει αποδεικτικά στοιχεία. Αργότερα, ο Μάνι και η αστυνομία φθάνουν στη σκηνή του εγκλήματος, όπου βρίσκουν ένα πατρόν γάτας κοντά στο πτώμα της Μελ. Ο Μάνι ενημερώνει τον Μορέτι σχετικά με την τελευταία δολοφονία, και ο ηλικιωμένος ντετέκτιβ λέει στον Μάνι ότι ο δολοφόνος συνήθιζε να αφήνει πατρόν ζώων στην υπόθεση με τον "νάνο δολοφόνο" πριν από 17 χρόνια.

Εντωμεταξύ στη Ρώμη, το νεαρό αγόρι ονόματι Τζάκομο, του οποίου ο Μορέτι υποσχέθηκε να τον βοηθήσει να βρει το δολοφόνο της μητέρας του, εργάζεται ως σερβιτόρος σε ένα τοπικό κινέζικο εστιατόριο, ώσπου λαμβάνει ένα τηλεφώνημα από τον Λορέντσο, έναν παλιό του παιδικό φίλο, τον οποίον έχει να δει 10 χρόνια, και ο οποίος τον παρακινεί να επιστρέψει στο Τορίνο, για να τον βοηθήσει με κάποια οικογενειακά προβλήματα που αντιμετωπίζει. Ο Τζάκομο φθάνει και ο Λορέντσο τον φιλοξενεί στο πατρικό του σπίτι. Έπειτα, ο Τζάκομο πηγαίνει στο αστυνομικό τμήμα, όπου ο Μορέτι βρίσκεται εκεί και τον ακούει να μιλάει στον Μάνι και αρχίζει να θυμάται όταν ο Τζάκομο αναφέρει το όνομα της μητέρας του: Μαρία Γκάλο. Ο Τζάκομο και ο Μορέτι επανασυνδέονται και συζητάνε για το τι διέρρευσε όλα αυτά τα 17 χρόνια, και πηγαίνουν μαζί στη σκηνή εγκλήματος της Μαρίας. Ο Τζάκομο λέει στον Μορέτι ότι δεν μπορούσε να δει το πρόσωπο του δολοφόνου, αλλά θυμάται έναν ήχο "σφυρίγματος" ή "συριγμού" αμέσως μετά.

Εκείνο το απόγευμα, ο Τζάκομο δειπνεί με την οικογένεια του Λορέντσο, όπου ο πατέρας του, κος Μπέτι, δεν μπορεί να βρει το χρυσό στιλό του. Αργότερα, ο Λορέντσο λέει στον Τζάκομο ότι ο αυστηρός πατέρας του ήθελε να τον κάνει αθλητή και τον έστειλε σε διάφορα σχολεία στο εξωτερικό, ενώ ο Τζάκομο μιλάει για τους τσακωμούς του με τον βίαιο πατέρα του. Ο Τζάκομο πηγαίνει να δει την παλιά του φίλη Γκλόρια, η οποία παίζει άρπα για ένα πλήθος όπερας. Αμέσως μετά, εκείνος, η Γκλόρια, ο Λορέντσο και η κοπέλα του, και ο Φάουστο, ο φίλος της Γκλόρια, βγαίνουν σε ένα τοπικό νυχτερινό κλαμπ για να διασκεδάσουν. Ο Φάουστα μιλάει για τους πρόσφατους φόνους και ότι πιστεύει πως ο νάνος δολοφόνος, ο Βιντσέντσο ντε Φαμπρίτις (αλλιώς Τζον Μακένζι), δεν είναι νεκρός. Την επόμενη μέρα, ο Τζάκομο και ο Μορέτι πηγαίνουν στη βίλα των ντε Φαμπρίτις και ο Τζάκομο νομίζει ότι βλέπει τον Βιντσέντσο στο παράθυρο. Συναντούν έναν άστεγο, ονόματι Λεόνε, ο οποίος απαγγέλλει έναν οικείο στίχο του ποιήματος στον Μορέτι, αλλά λέει ότι δεν μπορεί να θυμηθεί πια.

Εντωμεταξύ, ο Μπέπε συναντά τον αθέατο δολοφόνο, για να του επιστρέψει το χρυσό στιλό, αλλά τον εκβιάζει για χρήματα, ούτως ώστε να μην τον αποκαλύψει. Ο δολοφόνος δίνει στον Μπέπε μια δεσμίδα από μετρητά, και ο Μπέπε του επιστρέφει το χρυσό στιλό. Αλλά τότε, ο δολοφόνος γράφει κάτι στο χέρι του Μπέπε και ξαφνικά τον μαχαιρώνει με το στιλό στο κεφάλι πολλές φορές. Ο Τζάκομο και ο Μορέτι καταφθάνουν στη σκηνή λίγα λεπτά αργότερα και παρατηρούν την πρόταση που είναι γραμμένη στο χέρι του Μπέπε: "Είμαι κακό αγόρι". Καλούν την αστυνομία, όπου ο Μάνι εκνευρίζεται που εκείνοι οι δύο προσπαθούν να ερευνήσουν από μόνοι τους τους φόνους και τους λέει να αφήσουν την αστυνομία να κάνει τη δουλειά της.

Ο Τζάκομο και ο Λορέντσο συναντούν τους φίλους τους σε ένα μπαρ. Όταν κάθονται στο τραπέζι τους, ο Λορέντσο πίνει κατά λάθος την μπίρα του Τζάκομο, αναφέρει ότι έχει περίεργη γεύση και καταρρέει. Στο νοσοκομείο, ο Τζάκομο λέει ότι το δηλητήριο ήταν για τον ίδιο, και ο πατέρας του Λορέντσο, ο κος Μπέτι, καταφθάνει και λέει στον Τζάκομο να μείνει μακριά από τον γιο του. Ο Τζάκομο φεύγει, και η Γκλόρια τον ακολουθεί. Ο Μορέτι είναι ξύπνιος αργά το βράδυ, λόγω της αϋπνίας που τον ταλαιπωρεί, αρχίζει να θυμάται το στίχο του ποιήματος και πιστεύει πως δολοφόνος σκοτώνει σύμφωνα με το παιδικό τραγουδάκι.

Την επόμενη μέρα, η Ντόρα, μια σερβιτόρα σε ένα τοπικό ταχυφαγείο και την οποία οι φίλες της την αποκαλούν "λαγουδάκι", λόγω των μπροστινών δοντιών της, εργάζεται, μέχρι που ο αθέατος δολοφόνος την κοιτάζει. Εκείνο το απόγευμα, η Ντόρα σχολάει από τη δουλειά, παίρνει το τρένο και περπατάει μέχρι το διαμέρισμά της. Ενώ προσπαθεί να ανοίξει την πόρτα, ο δολοφόνος τρέχει κατά πάνω της και της επιτίθεται. Η Ντόρα αντιστέκεται και δαγκώνει το χέρι του δολοφόνου με τα μπροστινά μεγάλα δόντια της. Ο δολοφόνος την χτυπάει στη μπροστινή πόρτα, αφαιρώντας τα δόντια της. Ο δολοφόνος αφήνει ένα πατρόν λαγού δίπλα στο πτώμα της.

Ο Μορέτι λέει στον Τζάκομο για ένα χειρόγραφο, το οποίο ο Βιντσέντσο είπε πως είχε κλαπεί, πιστεύοντας ότι ο δολοφόνος το χρησιμοποιούσε για να σκοτώνει. Στο σπίτι, συναντούν την ηλικιωμένη μητέρα του Βιντσέντσο, Λάουρα, και την ρωτάνε για τα βιβλία του. Η Γκλόρια τηλεφωνεί τον Τζάκομο και του λέει ότι απόψε θα εκτελέσει τη "Λίμνη των κύκνων". Ο Μορέτι βρίσκει ένα παιδικό βιβλίο, με τον τίτλο "Η φάρμα των ζώων", αλλά ορισμένες σελίδες λείπουν, και πιστεύει ότι ο Βιντσέντσο έκρυψε σελίδες του αυθεντικού κειμένου από τον δολοφόνο. Κοιτάζει ένα παλιό αντίγραφο του βιβλίου του Τζορτζ Όργουελ, "Η φάρμα των ζώων", και βρίσκει τις χαμένες σελίδες, οι οποίες περιλαμβάνουν το τραγουδάκι. Ο τελευταίος στίχος, που ακολουθεί μετά τον θάνατο μιας γάτας, και ενός λαγού, αναφέρει τη δολοφονία ενός κύκνου. Τότε, ο Τζάκομο σπεύδει προς την όπερα και συγκεκριμένα στα παρασκήνια, όπου βρίσκει την Γκλόρια ζωντανή και ασφαλή. Αλλά ένα λεπτό αργότερα, βρίσκουν την Μάρα, την μπαλαρίνα που χόρευε όσο έπαιζε η Γκλόρια με την άρπα, νεκρή και αποκεφαλισμένη στο καμαρίνι της.

Στο τοπικό κοιμητήριο, το φέρετρο του Βιντσέντσο έχει ξεθαφτεί, αλλά το πτώμα λείπει. Η Λάουρα πηγαίνει στον Μορέτι και του λέει ότι δε θέλει να ξεκινήσουν οι φήμες να οργιάζουν ξανά. Λέει ότι ξέρει ότι ο γιος της είναι νεκρός, επειδή δεν ήθελε να πάει ο γιος της φυλακή, οπότε τον σκότωσε η ίδια και το έκανε να φανεί σαν αυτοκτονία. Ο Μορέτι της λέει ότι το όπλο που χρησιμοποιήθηκε δεν βρέθηκε ποτέ, και η Λάουρα λέει ότι το έχει η ίδια. Η Λάουρα επιστρέφει στη βίλα για να πάρει το πιστόλι από την κρυψώνα. Βλέπει μια κοντή φιγούρα να την πλησιάζει στο σκοτάδι, εκείνη κάνει πίσω και πέφτει νεκρή από τα κάγκελα.

Εκείνο το απόγευμα, ο Μορέτι τηλεφωνεί στον Τζάκομο και αφήνει μήνυμα στην Γκλόρια. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, οι τηλεφωνικές γραμμές πέφτουν, όπως και το ρεύμα. Ο Μορέτι βλέπει μια μικροσκοπική φιγούρα να ξεπροβάλλει από το σκοτάδι. Ο Μορέτι βγάζει ένα πιστόλι από το συρτάρι του γραφείου του και πυροβολεί ακατάπαυστα, αλλά η φιγούρα εξακολουθεί να πλησιάζει. Ξαφνικά, ο Μορέτι πιάνει το στήθος του και πέφτει νεκρός στο πάτωμα. Το επόμενο πρωί, αφότου πέρασε μια παθιασμένη νύχτα με την Γκλόρια, ο Τζάκομο ακούει το μήνυμα που άφησε ο Μορέτι και μιλάει για του φόνους που διαπράχθηκαν σε μια μικρή γειτονιά το 1983, και τώρα λαμβάνουν χώρα ξανά στην πόλη το 2000, συν του ότι αναφέρει και μια "ανακολουθία" όσον αφορά τη δολοφονία της μητέρας του και τον γραφικό χαρακτήρα στο χέρι του Μπέπε. Ο Μάνι τηλεφωνεί στον Τζάκομο και του λέει ότι ο Μορέτι πέθανε από καρδιακή προσβολή.

Ο Τζάκομο και η Γκλόρια μπαίνουν στο αυτοκίνητό της και πηγαίνουν μια βόλτα τον άστεγο τον Λεόνε. Τον αφήνουν και ο Τζάκομο βγαίνει για να του επιστρέψει το κρασί του, το οποίο ξέχασε στο πίσω κάθισμα. Στο υπόστεγο του κτήματος του Βιντσέντσο, βλέπει τον Λεόνε με μια μαριονέτα-νάνο και σπεύδει πίσω στο αυτοκίνητο, για να το πει στη Γκλόρια. Ο Τζάκομο και η Γκλόρια ακολουθούν τον Λεόνε σε μια πολυκατοικία και η Γκλόρια πηγαίνει στο αυτοκίνητό της για να καλέσει την αστυνομία, ενώ ο Τζάκομο σκαρφαλώνει σε έναν φράχτη και μπαίνει μέσα. Στον πρώτο όροφο, βρίσκει τον Λεόνε νεκρό από μια σφαίρα στο κεφάλι και ο κος Μπέτι εμφανίζεται στο δωμάτιο και πυροβολεί τον Τζάκομο στον ώμο. Ο Λορέντσο και η Γκλόρια μπαίνουν μέσα και φωνάζουν στην μπροστινή πόρτα και ο κος Μπέτι ξαφνικά αυτοπυροβολείται. Ο Λορέντσο και η Γκλόρια τρέχουν και ο Λορέντσο είναι απεγνωσμένος που βλέπει τον πατέρα του νεκρό και χρησιμοποιεί την συσκευή εισπνοής για το άσθμα του.

Όταν ο Λορέντσο βγαίνει από το δωμάτιο, για να καλέσει την αστυνομία, ο Τζάκομο λέει στην Γκλόρια για το τι έμαθε ο Μορέτι. Οι φόνοι που διαπράχθηκαν το 1983, ήταν σε μια μικρή περιοχή, επειδή ο δολοφόνος τότε ήταν παιδί και τώρα το 2000, έχουν επεκταθεί σε όλη την πόλη, διότι ο δολοφόνος πλέον είναι ενήλικας και μπορεί να πάει όπου θέλει. Επιπροσθέτως, μόνο ένα παιδί μπορούσε να λάβει σοβαρά υπόψη του το ποιηματάκι, χωρίς να ξέρει ότι η λέξη "όργανο" αναφέρεται σε όπλο. Τότε ο Λορέντσο επιστρέφει στο δωμάτιο και με τρελαμένο τόνο, συγχαίρει τον Τζάκομο που τα κατάλαβε όλα. Ο Τζάκομο παίρνει τον εισπνευτήρα του Λορέντσο και του λέει ότι εκείνη την ημέρα είχε ακούσει τον συγκεκριμένο ήχο, και ξέρει ότι ο κος Μπέτι ήξερε για τους φόνους που είχε διαπράξει ο γιος του, γι' αυτό τον έστειλε μακριά, για να τον αποτρέψει στο να σκοτώσει ξανά. Ο Λορέντσο λέει ότι περνούσε καλά και μόνος του και κάλεσε τον Τζάκομο πίσω στο Τορίνο, γιατί ήθελε να παίξουν ένα παιχνίδι οι δυο τους, για να πιαστεί ο Λορέντσο, και σκόπιμα ήπιε μια γουλιά από τη δηλητηριασμένη μπίρα του Τζάκομο, για να διώξει κάθε υποψία που θα μπορούσε να του επιβληθεί. Ο Λεόνε ήταν ο συνεργός του Λορέντσο, ο οποίος χρησιμοποιούσε την μαριονέτα-νάνο, για να φανεί ότι ένας νάνος δολοφονούσε την παρούσα περίοδο. Ο Λορέντσο πιάνει ξαφνικά την Γκλόρια και κρατάει ένα μαχαίρι κοντά στο λαιμό της, απειλώντας να τη σκοτώσει, αν ο Τζάκομο πλησιάσει περισσότερο. Ο Τζάκομο ρωτάει τον Λορέντσο, γιατί δεν σκότωσε όλο αυτό το διάστημα κανέναν και γιατί ξεκίνησε πάλι μετά από 17 χρόνια. Ο Λορέντσο απαντά: "ποιος είπε ότι σταμάτησα;" αναφέρει διάφορα μέρη, την Ελβετία, το Παρίσι, τη Γερμανία, την Αγγλία, την Ισπανία, και τις ΗΠΑ, όπου υπήρξαν διάφορες άλυτες υποθέσεις δολοφονιών και ότι ήξεραν κι εκεί το παιδικό ποιηματάκι. Πηγαίνοντας προς το παράθυρο, ο Λορέντσο απειλεί να σκοτώσει την Γκλόρια ενώ ο Τζάκομο να παρακολουθεί, όταν ο Μάνι και η αστυνομία φθάνουν εγκαίρως και βλέπουν τον Λορέντσο στο παράθυρο, πυροβολούν πολλές φορές, ανατινάσσοντας στην κυριολεξία το κεφάλι του Λορέντσο. Ο Τζάκομο και η Γκλόρια αγκαλιάζονται, ενώ η αστυνομία μπαίνει μέσα στο διαμέρισμα και τους συνοδεύει έξω για ασφάλεια.

Ηθοποιοί και χαρακτήρες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Μαξ φον Σίντοφ ως Ούλισες Μορέτι
  • Στέφανο Ντιονίζι ως Τζάκομο Γκάλο
  • Κιάρα Καζέλι ως Γκλόρια
  • Ρομπέρτο Τζιμπέτι ως Λορέντσο Μπέτι
  • Γκαμπριέλε Λάβια ως Δόκτωρ Μπέτι
  • Πάολο Μαρία Σκαλόντρο ως Επιθεωρητής Μάνι
  • Ροσέλα Φαλκ ως Λάουρα ντε Φαμπρίτις
  • Ρομπέρτο Ακορνέρο ως Φάουστο
  • Μπάρμπαρα Λερίτσι ως Άντζελα
  • Γκουίντο Μορμπέλο ως νεαρός ντετέκτιβ
  • Μάσιμο Σαρκέλι ως Λεόνε
  • Ντιέγκο Καζάλε ως Μπέπε
  • Αλεσάντρα Κομέριο ως κυρία Μπέτι
  • Ελένα Μαρκεζίνι ως Μελ (Γατούλα)
  • Άλντο Μασάσο ως ντετέκτιβ Κάσο
  • Κοντσίτα Πουλίζι ως Αμάντα
  • Μπάρμπαρα Μαουτίνο ως Ντόρα (Λαγουδάκι)
  • Λούκα Φατζόλι ως Βιντσέντσο ντε Φαμπρίτις (ο νάνος)
  • Ντανιέλα Φατσολάρι ως Μαρία Λουίζα
  • Ροσέλα Λουκά ως Μάρα

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]